-
1 обращение
обращение с 1) η έκκληση το διάγγελμα (призыв)' η αναφορά (заявление) 2) (обхождение) η συμπεριφορά, το φέρσιμο 3) (с чём-л.) η μεταχείριση· ο χειρισμός (умение обращаться)' η χρήση (применение)* * *с2) ( обхождение) η συμπεριφορά, το φέρσιμο3) (с чем-л.) η μεταχείριση; ο χειρισμός ( умение обращаться); η χρήση ( применение) -
2 замашка
-
3 принос
-а α.1. φέρσιμο, κουβάλημα•принос воды из колодца φέρσιμο νερού από το πηγάδι.
2. παλ. βλ. приношение. -
4 обращение
обращени||ес1. (превращение) ἡ με-ταμόρφωση [-ις], ἡ μεταβολή·2. (оборот, круговорот) ἡ κυκλοφορία:товарное \обращение ἡ ἐμπορευματική κυκλοφορία· денежное \обращение ἡ νομισματική κυκλοφορία· \обращение планет астр. ἡ περιστροφή τών πλανητών пускать в \обращение что-л. βάζω σέ κυκλοφορία, κυκλοφορώ· изъять из \обращениея ἀποσύρω ἀπό τήν κυκλοφορία·3. (обхождение с кем-либо) τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά, ἡ μεταχείριση:дурное \обращение ἡ κακομεταχείριση, ἡ κακή συμπεριφορά· вежливое \обращение ἡ καλή συμπεριφορά, ἡ εὐγένεια·4. (умение пользоваться, применять) ὁ χειρισμός, ἡ χρήσις·5. (призыв) τό διάγγελμα:\обращение к избирателям τό διάγγελμα προς τους ἐκλογείς· \обращение к народу τό διάγγελμα προς τό λαό· опубликовать \обращение δημοσιεύω διάγγελμα·6. грам. ἡ προσφώνησις· ◊ \обращение в веру ὁ προσηλυτισμός· \обращение в рабство ἡ ὑποδούλωση, ὁ ἐξανδραποδισμός. -
5 отношение
отношени||ес1. ἡ στάση, ἡ σχέση προς.../ τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά (об-хоокдение):бережное \отношение ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα· небрежное \отношение ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀδιαφορία·2. (связь, касательство) ἡ σχέση [-ις[:не имея \отношениея к чему-л. δέν ἔχω σχέση μέ...· какое это имеет \отношение к...? καί τί σχέση ἔχει αὐτό μέ..;·3. \отношениея мн. (взаимное общение, связь) οἱ σχέσεις:производственные \отношениея οἱ παραγωγικές σχέσεις· деловые \отношениея οἱ ἐμπορικές σχέσεις· родственные \отношениея ἡ συγγένεια· дружеские \отношениея οἱ φιλικές σχέσεις· завязы-бать \отношениея συνάπτω σχέσεις·4. мат ὁ λόγος, ἡ ἀναλογία, ἡ σχέσις δύο ποσῶν. в прямом (обратном) \отношениеи εὐθέως (αντιστρόφως) ἀνάλογα·5. канц. τό ἐγγραφο, τό ὑπόμνημα· ◊ по \отношениею.к кому́-л., че-му́-л., в \отношениеи кого-л., чего́-л. σχετικά μέ, σέ σχέση μέ· в этом \отношениеи σχετικά μ' αὐτό· во многих \отношениеях ἀπό πολλες ἀπόψεις· во всех \отношениеях ἀπ' ὀλες τίς ἀπόψεις· ни в каком \отношениеи κατ' οὐδένα λόγον, μέ κανένα τρόπο. -
6 поведение
поведениес ἡ διαγωγή, τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά. -
7 manner
['mænə]1) (a way in which anything is done etc: She greeted me in a friendly manner.) τρόπος2) (the way in which a person behaves, speaks etc: I don't like her manner.) συμπεριφορά,φέρσιμο3) ((in plural) (polite) behaviour, usually towards others: Why doesn't she teach her children (good) manners?) (καλή)συμπεριφορά•- - mannered- mannerism
- all manner of
- in a manner of speaking -
8 занос
-а α.1. φέρσιμο, προσκόμιση.2. ύψωση, ανύψωση, σήκωμα,3. Ή στιβάδα, ο σωρός λεπτών σωμάτων σχηματισμένος από άνεμο. -
9 обращение
-я ουδ.1. στροφή, γύρισμα• κατεύθυνση.2. μεταβολή, μετατροπή•обращение дробей в десятичные μετατροπή κλασμάτων σε δεκαδικούς.
|| μεταποίηση• αλλαγή.3. κυκλοφορία (εμπορευμάτων, αίματος κ.τ.τ.)• пустить в -θέτω σε κυκλοφορία•изъять из -я βγάζω από την κυκλοφορία.
4. αφοσίωση, επίδοση•обращение к науке αφοσίωση στην επιστήμη.
5. αλλαξοπιστία•обращение в христианство εκχριστιανισμός.
6. τροπή•обращение в бегство τροπή σε φυγή, κατατρόπωση.
7. χρησιμοποίηση (προς όφελος).8. συμπεριφορά, φέρσιμο μεταχείριση•хорошее καλή συμπεριφορά•
жестокое обращение κακομεταχείριση.
9. έκκληση, πρόσκληση επίκληση•обращение со-вта мира έκκληση του Συμβουλίου ειρήνης.
10. (γραμμ.) κλήση, προσφώνηση (σε κλητική πτώση). -
10 отношение
-я ουδ.1. συμπεριφορά, φέρσιμο, διαγωγή•хорошее отношение к детям καλή συμπεριφορά προς τα παιδιά.
|| στάση σχέση•б-режное отношение к социалистической собственности μέριμνα (φροντίδα) για τη σοσιαλιστική περιουσία (ιδιοκτησία)•
небрежное отношение αμερημνη-σία, αμέλεια, αδιαφορία.
|| άποψη, έννοια, αντίληψη• θέση στάση.2. (πλ θ.) -я σχέσεις, δεσμοί•семейные -я οικογενειακές σχέσεις•
дружеские -я φιλικές σχέσεις•
производственные -я παραγωγικές σχέσεις•
в -и σχετικά, ως προς•
общественные -я κοινωνικές σχέσεις•
в каких вы с ним -ях? σε τι σχέσεις βρίσκεστε μ αυτόν; τι σχέσεις έχετε μαυτόν;
γνωριμία (με επαγγέλματα, ειδικότητα κ.τ.τ.).3. αλληλοσύνδεση•отношение мышления к бытию η σχέση της σκέψης προς την αντικειμενικότητα (προς το είναι).
4. έκθεση, αναφορά.5. (μαθ.) λόγος, αναλογία ποσού•в прямом -ии ευθέως ανάλογα•
в обратном -ии αντιστρόφως ανάλογα.
εκφρ.по -ию – αναφορικά, σχετικά, όσον αφορά, ως προς•в некотором -ии – κάπως, από μια άποψη, από μια πλευρά, εν μέρει•во всех -ях – σε όλα, από όλες τις απόψεις•в -ии – βλ. παραπάνω•по -иго во многих -ях – από πολλές απόψεις•ни в каком -и – καθόλου, με κανένα τρόπο,. -
11 поведение
-я ουδ.διαγωγή, συμπεριφορά φέρσιμο. -
12 реагирование
-я ουδ.1. αντίδραση, αντενέργεια.2. αντιμετώπιση, φέρσιμο• ενέργεια, δράση. -
13 muamele
συναλλαγή, δοσοληψία (tavir) φέρσιμο -
14 tavır
τρόπος, συμπεριφορά φέρσιμο -
15 behaviour
1) διαγωγή2) συμπεριφορά3) φέρσιμο -
16 conduct
1) διαγωγή2) διεξάγω3) συμπεριφορά4) φέρσιμο
См. также в других словарях:
φέρσιμο — το, ατος 1. η μετακόμιση, η μεταφορά: Το φέρσιμο των επίπλων. 2. μτφ., ο τρόπος με τον οποίο φέρεται κανείς, η συμπεριφορά, η διαγωγή, ο τρόπος: Είναι ευγενικός, έχει καλό φέρσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φέρσιμο — το, Ν 1. μεταφορά 2. τρόπος συμπεριφοράς, συμπεριφορά, διαγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω + κατάλ. σιμο (πρβλ. πάρ σιμο)] … Dictionary of Greek
Τούρκος — ο, θηλ. Τούρκα και Τούρκισσα, Ν 1. αυτός που έχει τουρκική καταγωγή, που ανήκει στο τουρκικό έθνος 2. (κατ επέκτ.) μωαμεθανός («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν αλλάξεις;») 3. μτφ. α) σκληρός και άσπλαχνος άνθρωπος β) πολύ θυμωμένος,… … Dictionary of Greek
αδικότροπος — ἀδικότροπος, ον (Α) αυτός που έχει άδικο φέρσιμο ή χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + τρόπος] … Dictionary of Greek
αντρίκιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή που αρμόζει σε άντρα, που χαρακτηρίζει τον άντρα («αντρίκια φωνή», «αντρίκιες δουλειές») 2. ανδρείος, γενναίος («αντρίκια λόγια», «αντρίκιο φέρσιμο») … Dictionary of Greek
βλάμικος — η, ο αυτός που ταιριάζει σε βλάμη («βλάμικο φέρσιμο») … Dictionary of Greek
διαγωγή — η (AM διαγωγή) [διάγω] 1. ο τρόπος με τον οποίο περνά κανείς τη ζωή του 2. η συμπεριφορά, το φέρσιμο 3. φρ. α) «κακής διαγωγής άνθρωπος» άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχές β) (για γυναίκα) «κακής διαγωγής» πόρνη μσν. νεοελλ. τόπος διαμονής αρχ. 1. η… … Dictionary of Greek
μάγκικος — η, ο [μάγκας] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε μάγκα («μάγκικο φέρσιμο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μάγκικα οι μαγκιές … Dictionary of Greek
μαγκιά — η η ενέργεια, η συμπεριφορά τού μάγκα, μάγκικο φέρσιμο ή μάγκικος λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγκας + κατάλ. ιά (πρβλ. ζαρ ιά, τροχ ιά)] … Dictionary of Greek
μεγαλόπιασμα — το [μεγαλοπιάνομαι] το φέρσιμο εκείνων που μεγαλοπιάνονται … Dictionary of Greek
μητρυιώδης — μητρυιώδης, ῶδες (Α) [μητρυιά] 1. αυτός που μοιάζει με μητριά 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μητρυιῶδες το φέρσιμο, δηλαδή η σκληρότητα τής μητριάς … Dictionary of Greek